ἀναχωρήσαι

ἀναχωρήσαι
ἀναχωρήσαῑ , ἀναχωρέω
go back
aor opt act 3rd sg
ἀναχωρήσαῑ , ἀναχωρέω
go back
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναχωρῆσαι — ἀναχωρέω go back aor inf act ἀναχωρέω go back aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαχόθεν — ΝΜΑ επίρρ. από πολλά μέρη ή σημεία («πολλαχόθεν ὁμολογεῑται», Πλάτ.) αρχ. για πολλούς λόγους («πολλαχόθεν ξυνέβη... ἀναχωρῆσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ό θεν (πρβλ. αλλ αχ όθεν, ολιγ αχ …   Dictionary of Greek

  • προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”